Στην εποχή που το μοναδικό κριτήριο της ατομικής ελευθερίας είναι το ότι δε βρίσκεται κανείς στη φυλακή, το μοναδικό κριτήριο της ευφυΐας ο βαθμός ανάπτυξης του ενστίκτου επιβίωσης και το μοναδικό κριτήριο της κοινωνικής προσφοράς ο αριθμός εμφανίσεων σε τηλεοπτικά παράθυρα – στην εποχή που η φαυλότητα είναι το μοναδικό κριτήριο της ευτυχίας, οι ασήμαντοι δεν μπορεί παρά να είναι οι μοναδικοί δημιουργοί των κριτηρίων ουσίας στην πολιτική, στην τέχνη, στην πνευματική ζωή.
Άπαξ και αναθέσει κάποιος, έστω από νωθρότητα, τη διαχείριση των βασικών αξιών του σε ήσσονος νοημοσύνης ανθρώπους παραιτείται οριστικά από κάθε παραγωγή πολιτικής, πολιτισμού και ήθους.
Οι Νεοέλληνες υπέβαλαν αυτή την παραίτηση στη δεκαετία του 1980. Άραγε ακριβώς επειδή είχαν μόλις αποτινάξει το ζυγό που τους είχε φορέσει η συμμορία του Παπαδόπουλου; Ποιος ξέρει; Το γεγονός είναι πάντως πως τότε ανέθεσαν τη μεταρρύθμιση της κοινωνίας τους, σε ένα δημαγωγό που – ιδιωτικά, βέβαια – Ουγκαντέζους τους ανέβαζε και Ουγκαντέζους τους κατέβαζε.
Ένας τέτοιος ηγέτης ήταν φυσικό να περιβληθεί από ανέμελους μποέμ με σκισμένες σαγιονάρες. Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, πληρούσαν τη βασική προϋπόθεση για να γίνουν ακόλουθοί του – όφειλαν την ύπαρξή τους σε εκείνον. Μέσα σε οχτώ χρόνια, ο δημαγωγός τους έκανε νοικοκύρηδες.
Άραγε για να βαρύνει κάπως το έργο ή για ακόμα περισσότερο χαβαλέ (ποιος ξέρει;), ο ηγέτης πρόσθεσε στο θίασό του και κάτι άλλα αστέρια που την επταετία την έβγαλαν με τράκα στα παρισινά καφενεία και τις γερμανικές μπιραρίες;
Όποιος πίστεψε αληθινά και πάλεψε πραγματικά για την κοινωνική αλλαγή στην Ελλάδα είτε περιθωριοποιήθηκε είτε διαπομπεύτηκε από τον ίδιο τον εφευρέτη της, είτε έφυγε απηυδισμένος. (Εξαιρείται, βέβαια, ο Κωνσταντόπουλος.)
Μετά τη χούντα, αντί να ενηλικιωθούμε, ξεμωραθήκαμε πέρα από κάθε όριο. Παραγίναμε ξαφνικά ελεύθεροι χωρίς την απαραίτητη μορφωτική υποδομή και δεν ξέραμε πώς να χειριστούμε την κατάσταση. Επειδή ο ηγέτης μας είχε αφήσει να εννοηθεί πως, τώρα που αυτός μας κυβερνά, δεν πρόκειται να πάθουμε κανένα κακό, γίναμε επιρρεπείς σε παντός τύπου ανομίες – από την οδήγηση κάτω από την επίρροια του αλκοόλ μέχρι καταπάτηση δασικών εκτάσεων και τις μίζες. Ήταν η εποχή που ενστερνιστήκαμε, εξάλλου, τη λούφα, την τσαμπαμαγκιά, το τσιφτετέλι και τον πρωτόγονο καταναλωτισμό ως πλέον εκλεπτυσμένη έκφραση της ελληνικότητάς μας.
Η εδραίωση της φαιδρότητας και της απατεωνιάς ως θεμελιακών αξιών του πολιτικού μας συστήματος δεν μπορούσε παρά να καθιερώσει τους πλέον φαιδρούς ανάμεσά μας ως αποκλειστικούς διαμορφωτές της γνώμης μας και δημιουργούς του συνόλου των αξιών του νεοελληνικού πολιτισμού.
Στη δεκαετία του 1980 οριστικοποιήθηκε η κατάντια του νεοελληνικού πολιτισμού σε εσωκομματική υπόθεση της Αριστεράς.
Μάταια θα αναζητήσει κανείς “καλλιτέχνη” ή “στοχαστή” που έκανε επιτυχημένη επαγγελματική σταδιοδρομία στην Ελλάδα μετά τη χούντα, που να μην έχει περάσει από την ΚΝΕ ή το Ρήγα, ως μέλος ή στέλεχος ή έστω για να κάνει τους τεμενάδες που απαιτούνται για την έκδοση του πιστοποιητικού αριστερών φρονημάτων. Εξαίρεση δεν αποτέλεσαν ούτε οι κολλητοί της υποργού πολιτισμού της επίμαχης δεκαετίας. Κάθε άλλο μάλιστα.
Έτσι, στη δεκαετία του 1980, μια οργανωτικά διαλυμένη Αριστερά διαμόρφωσε, χωρίς αντίλογο, τον νεοελληνικό πολιτισμό.
Τα κριτήριά της και οι μέθοδοι με τις οποίες τα επέβαλε ήταν, βέβαια, αμιγώς ζντανοβικά, πήρως υποταγμένα σε έναν τελικό σκοπό: την ανασυγκρότηση του κόμματος και την διεύρυνση της επιρροής του στην κοινωνία. Προς όφελος, φυσικά, των κομματικών ταμείων (τα οποία, ως κύριο γνώρισμα, έχουν, ακόμα και σήμερα, την πλήρη αδιαφάνεια). Άλλα “κριτήρια” και άλλους στόχους, μια αυθεντική Αριστερά δε θα μπορούσε, άλλωστε, να διανοηθεί.
Η σημαντικότερη επίπτωση της αμείλικτης λογοκρισίας την οποία, από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης ως και σήμερα, ασκεί η Αριστερά σε οτιδήποτε και σε οποιονδήποτε δεν αναπαράγει τα μυθεύματά της, είναι ο πληθωρισμός συγγραφέων, ποιητών, ζωγράφων, σκηνοθετών, ηθοποιών, κριτκών τέχνης, μουσικών, ακαδημαϊκών και, φυσικά, δημοσιογράφων με μοναδικό προσόν την “αριστερή ταυτότητά” τους.
Το ότι ο ελληνικός πολιτισμός, παρ’ όλα αυτά, δεν έχασε τελείως την υπόληψή του οφείλεται αποκλειστικά στους Έλληνες δημιουργούς και στοχαστές που, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο εξωτερικό, ξεφεύγοντας έτσι από το χέρι του κομματικού λογοκριτή.
Read Full Post »