Ζω ένα δράμα ή ζω σ’ ένα ψέμα;
Της Πόπη Αστεριάδη
Έχει πραγματική υπόσταση ο κόσμος που μας περιβάλλει ή όλα αυτά που θεωρούμε πραγματικά είναι, απλά, ο “ανθρώπινος” τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα;
Από την Ανατολή μας έρχεται η ιδέα ότι αντί για την πραγματικότητα αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο της Μάγια, της ψευδαίσθησης. Η ερμηνεία της κβαντικής φυσικής από τη σχολή της Κοπεγχάγης, που αποδεικνύει ότι τα άτομα δεν είναι “πράγματα” αλλά “φαινόμενα που μπορούν να γίνουν αντιληπτά”, κλονίζει την άποψη που επικρατούσε στη Δύση ότι η πραγματικότητα είναι κάτι σταθερό και αναλλοίωτο που βρίσκεται “εκεί έξω”.
Είναι βέβαιο ότι όποια άποψη και να υιοθετήσουμε για την “πραγματικότητα”, δεν πρόκειται ν’ αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο έχουμε συνηθίσει ν’ αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Είναι, επίσης, βέβαιο ότι ο κόσμος δεν εξαφανίζεται όταν κοιμόμαστε ή όταν χάνουμε τις αισθήσεις μας. Ωστόσο, πρέπει να παραδεχτούμε ότι επειδή είμαστε προσκολλημένοι σε παγιωμένους τρόπους αντίληψης του κόσμου, δεν μπορούμε να διανοηθούμε ότι η αλλαγή της ποιότητας της συνείδησής μας θα άλλαζε και την αντίληψή μας για την “πραγματικότητα”.
Αλλά σε άλλα νοητικά συμπεράσματα θα καταλήξουμε εάν πιστέψουμε ότι η πραγματικότητα είναι κάτι σταθερό και αναλλοίωτο που βρίσκεται “εκεί έξω”, και σε άλλα αν δεχτούμε ότι η πραγματικότητα του κάθε ανθρώπου “πλάθεται” από τον τρόπο με τον οποίο έμαθε να βλέπει τον κόσμο και εξαρτάται από τη γενική ψυχολογική του κατάσταση.
Τέτοιες σκέψεις, ότι δηλαδή υπάρχουν πολλοί τρόποι για να δούμε την πραγματικότητα, δεν πρέπει να μας ξενίζουν. Συνήθως μιλάμε σαν τα πάντα να ήταν ξεκάθαρα, αντικειμενικά και σταθερά. Λέμε “πραγματικότητα” και, συνειδητά ή ασυνείδητα, θεωρούμε ότι υπάρχει “μόνο μία”. Λέμε “εγώ”, “εμένα”, στον “εαυτό μου”, σαν να είμαστε και να παραμένουμε πάντα οι ίδιοι. Όμως τα πειράματα της κβαντικής φυσικής έχουν προκαλέσει πολλούς προβληματισμούς σχετικά με τη φύση της ύλης, και είναι βέβαιο ότι αν καταλυθεί η “στερεότητά” της, θα καταρρεύσει μαζί και η θεωρία της “σταθερής πραγματικότητας”. Τα πειράματα της κβαντικής φυσικής αποδεικνύουν ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για τα άτομα και τα ηλεκτρόνια σα να ήταν καθορισμένες οντότητες με καθορισμένες ιδιότητες, όπως ταχύτητα και θέση. Θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι είναι μέρος ενός κόσμου που δεν αποτελείται από πράγματα και γεγονότα, αλλά ότι συνιστά ένα δυναμικό σύνολο από δυνατότητες. Ακόμη και η φύση της ύλης και του φωτός είναι ένα παιχνίδι αλληλουχίας σχέσεων. Η φύση τους δεν είναι δεδομένη, αλλά μεταβάλλεται από την αλληλεπίδραση του παρατηρητή και του φαινομένου που παρατηρεί. Το φαινόμενο που ονομάζουμε σωματίδιο μετατρέπεται σε κύμα όταν δεν το παρατηρούμε.
Κατά την άποψη του Ούγγρο-Αμερικανού φυσικού Eugene Wigner, η παρουσία ενός συνειδητού πνεύματος είναι αυτή που υποχρεώνει το κύμα να περιορίζεται σε μία μόνο δυνατότητα. Αναφέρει ο Wigner: “Είναι αδύνατον να περιγράψουμε τα ατομικά φαινόμενα χωρίς να παρέμβει η συνείδηση. Μία δική μας εντύπωση που εισέρχεται στη συνείδηση μεταβάλλει τη λειτουργία του κύματος”.
Η νευροβιολογία μας έδειξε ότι η “πραγματικότητα” γίνεται αντιληπτή με τον ίδιο τρόπο μόνον από τα όντα που ανήκουν στο ίδιο είδος και έχουν όμοιο νευρικό σύστημα. Κάθε είδος αντιλαμβάνεται τον κόσμο με διαφορετικό τρόπο. Κατά την άποψή των νευροβιολόγων, η πραγματικότητα διαφοροποιείται ανάλογα με το νευρικό σύστημα του όντος που την αντιλαμβάνεται.
Το μεγάλο πρόβλημα της πραγματικότητας, όπως το είδε η φιλοσοφία, θα μπορούσαμε να το συνοψίσουμε σ’ ένα ερώτημα: “Εφόσον καθένας ζει στη δική του πραγματικότητα και έχει τις δικές του απόψεις γι’ αυτά που συμβαίνουν γύρω του, πώς είναι δυνατό να συνεννοούμαστε μεταξύ μας και να πετυχαίνουμε συγκεκριμένους στόχους στη ζωή;”.
Ο Χέγκελ (1770-1809) θεώρησε πως τα προβλήματα που θέτει η αντίληψη της πραγματικότητας μπορούν ν’ αντιμετωπιστούν με τη διερεύνηση του φαινομένου της Συνείδησης, επειδή ακριβώς ο τρόπος με τον οποίο καταλαβαίνουμε τον κόσμο περνάει μέσα από το φίλτρο της αντίληψής μας.
Ο Μάρτιν Χάιντεγκερ (1889-1976) αντιλήφθηκε πως η εικόνα μιας σταθερής συνείδησης, όπως και ενός σταθερού “εγώ” στον άνθρωπο, θα οδηγούσε σε αδιέξοδο. Οι άνθρωποι δεν είναι όλοι ίδιοι, για να έχουν ίδια συνείδηση που θα τους οδηγούσε στην αντίληψη της ίδιας πραγματικότητας. Ούτε ένας άνθρωπος παραμένει πάντα ίδιος και συνεπώς, δεν μπορεί να έχει σταθερή πραγματικότητα. Αποφεύγοντας να χρησιμοποιήσει στο έργο του τη λέξη “συνείδηση”, μίλησε για την “πραγματικότητα” έμμεσα, επιχειρώντας να την περιγράψει σαν τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος υπάρχει μέσα στον κόσμο. Ξεχώρισε έτσι δύο ακραίες καταστάσεις του ανθρώπου, δύο είδη σχέσεων που μπορεί να έχει με την πραγματικότητα: το Νταζάιν (Dasein) και την Αυθεντική Ύπαρξη.
Το Νταζάιν είναι μία λέξη δικής του επινόησης, που σημαίνει το συνηθισμένο τρόπο ύπαρξης του ανθρώπου. Ο τρόπος αυτός είναι τυχαίος και ο άνθρωπος στην κατάσταση αυτή έχει κάθε λογής περίεργες και λανθασμένες εικόνες για τον κόσμο γύρω του. Συγκεκριμένα, ο Χάιντεγκερ στο βιβλίο του “Είναι και Χρόνος” γράφει πως “Η αερολογία, η περιέργεια και η αμφισημαντότητα χαρακτηρίζουν τον τρόπο που το Νταζάιν είναι καθημερινά”.
Η Αυθεντική Ύπαρξη, στην άλλη άκρη του φάσματος, είναι η κατάσταση δράσης του ανθρώπου μέσα στην “αληθινή” πραγματικότητα. Ο τρόπος, θεωρητικά τουλάχιστον, με τον οποίο ο Χάιντεγκερ χειρίστηκε φιλοσοφικά τη σχέση του ανθρώπου με την πραγματικότητα πλησιάζει τον τρόπο με τον οποίο περιγράφει τον άνθρωπο ο Βουδισμός και άλλες παραδοσιακές προσεγγίσεις της Ανατολής. Σε τελευταία ανάλυση, η σημαντική καινοτομία που εισάγει είναι ότι παίρνει ως δεδομένο ότι η κατάσταση του ανθρώπου δεν είναι σταθερή και ότι συναντάμε την Ύπαρξη να συμμετέχει σε “συνειδησιακές καταστάσεις” διαφορετικού επιπέδου. Έτσι η ίδια πραγματικότητα μπορεί να είναι διαφόρων ειδών και ποιοτήτων.
Παρ’ όλα αυτά και σ’ αντίθεση με πολλές προσεγγίσεις της Ανατολής, ο Χάιντεγκερ δεν επιχείρησε να διερευνήσει τους τρόπους με τους οποίους η Ύπαρξη μπορεί να προχωρήσει σε “ανώτερες” ή έστω διαφορετικές υπαρξιακές καταστάσεις.
Για τον Πλάτωνα η πραγματικότητα για τη συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων δεν είναι παρά “σκιές” του “πραγματικού” κόσμου.
Το ίδιο μήνυμα προσπαθεί να μεταφέρει η Χριστιανική θεώρηση λέγοντας ότι ο άνθρωπος δεν ζει πραγματικά (είναι “νεκρός” σύμφωνα με τη ρήση της Καινής Διαθήκης) και είναι βουτηγμένος στην αμαρτία.
Ίδια είναι και η Ινδουιστική άποψη ότι ο άνθρωπος ζει στη Σαμσάρα, στο ψέμα και ότι αντί για την πραγματικότητα αντιλαμβάνεται τον κόσμο της Μάγια, της ψευδαίσθησης.
Με τρόπο περισσότερο σύγχρονο, μπορούμε ίσως άμεσα να δούμε ότι μέσα στον ίδιο άνθρωπο παίζεται ένα περίεργο παιχνίδι: από τη μία πλευρά, αποτελείται από “σάρκα” και, μάλιστα, σάρκα που η ποιότητά της δεν διαφέρει από αυτήν των ζώων. Από την άλλη, έχει και “πνευματικές” ιδιότητες που τον διαφοροποιούν από τα ζώα, τις οποίες όμως καμία θετική επιστήμη όπως η χημεία, η βιολογία ή η νευροφυσιολογία δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει ή να εξηγήσει. Έτσι μέσα σε κάθε άνθρωπο υπάρχει μία συνεχής πάλη. Υπάρχουν ήδη μέσα του δύο αντικρουόμενες πραγματικότητες. Η μία σχετίζεται με την επιβίωσή του στον κόσμο. Η άλλη πραγματικότητα -η πνευματική δύναμη που τον κάνει άνθρωπο- παραμένει αόρατη: δεν μπορεί να την εντοπίσει με τη “λογική”, τα “μαθηματικά” ή την “επιστήμη”.
Εντέλει, αν αυτό που ονομάζουμε “πραγματικότητα” είναι απλώς ένα “βλέμμα” της συνείδησής μας στον κόσμο που μας περιβάλλει, τότε είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε ότι η διεύρυνση της συνείδησής μας αλλάζει την πραγματικότητα στην οποία συμμετέχουμε. Τις στιγμές που μπορούμε να είμαστε κάπως αντικειμενικοί με τον εαυτό μας, καταλαβαίνουμε ότι μέσα μας συνυπάρχουν διαρκώς διαφορετικές θεωρήσεις της πραγματικότητας. Από τη μία πλευρά, συνέχεια κάνουμε “σχέδια” για το μέλλον και προσπαθούμε να οργανώσουμε τη ζωή μας. Από την άλλη, έχουμε τις προσωπικές μας πεποιθήσεις για τον κόσμο, τις διαισθήσεις μας που γεννούν μέσα μας έννοιες, όπως αυτή του δικαίου και της ενότητας των πάντων, και ξαναδημιουργούν στον καθένα μας τη “νοσταλγία του απείρου”. Αυτό μας κάνει να είμαστε άνθρωποι. Είναι σα να είμαστε αυτό που είμαστε επειδή υπάρχει μία μόνιμη σύγκρουση δύο κόσμων μέσα μας, μία μόνιμη συμμετοχή σε δύο διαφορετικές και ξέχωρες πραγματικότητες!
Η επιστήμη, η οποία έχει τη δυνατότητα να παρατηρεί τα αποτελέσματα των συγκρούσεων των ατομικών σωματιδίων που προκαλεί τεχνητά στους υπόγειους ατομικούς επιταχυντές, περιγράφει με το δικό της τρόπο τη σύγκρουση των σωματιδίων και μας διαβεβαιώνει ότι όταν ένα σωματίδιο της ύλης (ηλεκτρόνιο) συγκρουστεί με ένα σωματίδιο της αντιύλης (ποζιτρόνιο), αλληλοεξαϋλώνονται μετατρεπόμενα σε ενέργεια, και η εξαΰλωσή τους αυτή παράγει δύο φωτόνια ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας γάμα. Αυτού του είδους η περιγραφή που βασίζεται στην παρατήρηση των φαινομένων περιγράφει την ίδια ακριβώς διαδικασία της σύγκρουσης των δύο ξέχωρων πραγματικοτήτων στο επίπεδο των ατομικών σωματιδίων και τη μεταστοιχείωσή τους σε ενέργεια.
Αλλά η επιστήμη δεν μπορεί να περιγράψει πώς βιώνει την ίδια διαδικασία της σύγκρουσης και της “εξαΰλωσης” ή, με άλλα λόγια, του “εξαγνισμού” μέσα του ο άνθρωπος. Δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι η βίωση της σύγκρουσης των “σωματιδίων” μέσα στον άνθρωπο προκαλεί πόνο. Το τι σημαίνει “νιώθω πόνο”, “συναισθάνομαι”, “υπάρχω”, “έχω συνείδηση του κόσμου”, όλα αυτά αποτελούν πραγματικότητα μόνο για τον άνθρωπο που βιώνει αυτές τις καταστάσεις!
Τελικά, η βίωση αυτής της πραγματικότητας είναι συνυφασμένη με το δράμα της ίδιας μας της ζωής, με τον αγώνα για τη διεύρυνση της συνείδησής μας στους διαφορετικούς κόσμους στους οποίους συμμετέχουμε. Είναι η ίδια η διαδικασία της διεύρυνσης της συνείδησης μέσω του εκούσιου πόνου, που φαίνεται ότι φέρνει τελικά την ισορροπία στον άνθρωπο, και αυτός είναι ο δρόμος για την εμπειρία της βίωσης της μίας, ενιαίας και αντικειμενικής, πραγματικότητας.
HALIAMALIA
H αντίληψη της πραγματικότητας έξω από τον εαυτό μας είναι αδύνατη. Πάντα ότι αντιλαμβανόμαστε και ότι ερμηνεύουμε γίνετε μέσα από εμάς. Δεν γίνεται διαφορετικά. Η αντίληψη, η ερμηνεία και η εξήγηση της πραγματικότητας είναι υποκειμενική. Ωστόσο γεννιούνται δύο ερωτήματα:
1) Κάθε αντίληψη της πραγματικότητας από κάθε άτομο τυγχάνει της ίδιας σημαντικότητας?
Δηλαδή το πώς αντιλαμβάνεται ο Νίτσε ή εγώ την πραγματικότητα είναι το ίδιο σε σπουδαιότητα? Και αν όχι τότε
2) Η γνώση είναι τελικά η πρώτη ύλη που πρέπει να αναζητά κάθε άνθρωπος ή μήπως όχι?
Δηλαδή ένας ανήθικος, μνησίκακης, συντηρητικός, εκμεταλλευτής καθιστάτε με τη γνώση το ανώτερο ον που είναι ο
σκοπός της ύπαρξης?
Και αν όχι τότε
3) Τι είναι ή ποια είναι λοιπόν το πιο σημαντικά που πρέπει να επιδιώκει κάποιος στο πέρασμα του από τούτο τον κόσμο?
Πως επεμβαίνει κανείς σε αυτό που είναι? Πως γίνεται καλύτερος? Πως τελικά θα αντιληφθεί ή θα πλησιάσει στην έννοια
του Είναι?
Read Full Post »